Εκπρόσωποι της εθνοτικής τουρκικής μειονότητας στην περιοχή της Δυτικής Θράκης της Ελλάδας κατηγορούν την Αθήνα ότι τους ασκεί πιέσεις μέσω δικαστικών και οικονομικών οργάνων για να καταπνίξει τη φωνή και την ταυτότητα της κοινότητας.
«Η μειονότητα έχει αποδείξει στο ελληνικό κράτος ότι ζούμε εδώ, υπάρχουμε, έχουμε προβλήματα και είμαστε Τούρκοι», δήλωσε η Τσιγντέμ Ασάφογλου, αρχηγός του Κόμματος Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ), μιλώντας στο TRT World στο περιθώριο του 4ου Φόρουμ Διπλωματίας της Αντάλια.
Το ΚΙΕΦ, το οποίο υποστηρίζεται από την τουρκική μειονότητα στη χώρα, η οποία αριθμεί 150.000 άτομα, κέρδισε την πλειοψηφία σε δύο από τις τρεις περιφερειακές ενότητες της περιοχής στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 9ης Ιουνίου 2024.
H παρουσία του ήταν ισχυρή και στις δύο προηγούμενες ευρωεκλογές. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να εκλέξει ευρωβουλευτές. Αυτό οφείλεται στο πλαφόν του 3% στην Ελλάδα, το οποίο ορίζει ότι ένα κόμμα πρέπει να λάβει περισσότερο από το 3% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο για να εισέλθει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
«Τα ακροδεξιά κόμματα μας μήνυσαν για τις δηλώσεις μας ότι είμαστε Τούρκοι. Ζήτησαν την ακύρωση των εκλογών της 9ης Ιουνίου και την επανάληψη των εκλογών χωρίς το ΚΙΕΦ, ζητώντας μάλιστα ακόμη και το κλείσιμο του κόμματος μας», δήλωσε η Ασάφογλου.
«Αυτό μας δείχνει πολύ καθαρά ότι θέλουν να εκφοβίσουν την τουρκική μειονότητα, να φιμώσουν τα προβλήματα και τα αιτήματα της», πρόσθεσε.
Οι υποθέσεις εκκρεμούν στον Άρειο Πάγο.
Σύμφωνα με την Ασάφογλου, οι νομικές ενέργειες δεν στρέφονται μόνο εναντίον πολιτικών ηγετών, ασκώντας νομικές και οικονομικές πιέσεις, αλλά και εναντίον Τούρκων δημάρχων και επικεφαλής τουρκικών ιδρυμάτων ή συμβουλίων.
Οι νομικές ενέργειες ήρθαν να προστεθούν στις υφιστάμενες εντάσεις. Η μειονότητα ήταν ήδη αντιμέτωπη με απειλές και επιθέσεις, ιδιαίτερα από την ακροδεξιά νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής.
Μέλη της οργάνωσης είχαν εισβάλει σε εκδήλωση του ΚΙΕΦ στην Αθήνα και ο Γιάννης Λαγός, εξέχων στέλεχος της Χρυσής Αυγής, είχε σκίσει τουρκική σημαία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Εκπρόσωποι της τουρκικής μειονότητας δέχονται απειλές από αυτή την ομάδα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τηλεφωνικά και με άλλους τρόπους, λέει η Ασάφογλου.
«Αλλά, φυσικά, δεν θα εγκαταλείψουμε την υπόθεση τον αγώνα μας», δηλώνει στο TRT World.
Οι Τούρκοι δεν χωρούν πουθενά
Η περιοχή της Δυτικής Θράκης, η οποία βρίσκεται στη βορειοανατολική Ελλάδα, κοντά στα τουρκικά σύνορα, φιλοξενεί μια σημαντική τουρκική-μουσουλμανική μειονότητα που είναι εγκατεστημένη στην περιοχή από παλιά και αποτελεί περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού.
«Δεν υπήρξαμε ποτέ μια περιθωριακή κοινότητα. Αλλά το ελληνικό κράτος μας έχει αντιμετωπίσει πάντα ως “άλλους”, ειδικά όσους δηλώνουν Τούρκοι, και προσπάθησε να μας δαιμονοποιήσει στα μάτια της κοινής γνώμης», σημείωσε η Ασάφογλου.
Η στάση αυτή συνεχίζεται παρά το γεγονός ότι η μειονότητα παρέμεινε ειρηνική και απεύθυνε έκκληση για διάλογο.
Ο εκπρόσωπος της μειονότητας Χουσεΐν Μπαλτατζή, Πρόεδρος του Συλλόγου Επιστημόνων Μειονότητας Δυτικής Θράκης, δήλωσε ότι το ελληνικό κράτος έχει καταστήσει σαφές ότι αντιλαμβάνεται την τουρκική ταυτότητα ως «απειλή για την εθνική ασφάλεια».
«Θα παρατηρήσετε ότι ο σύλλογος μας δεν περιλαμβάνει τη λέξη «τουρκικός» στην επωνυμία του διότι η λέξη έχει απαγορευτεί», είπε, μιλώντας στο TRT World στο περιθώριο του Φόρουμ Διπλωματίας της Αντάλια που διεξήχθη πρόσφατα.
Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1970, η χρήση του όρου «τουρκικός» ποινικοποιήθηκε στην Ελλάδα, και στη δεκαετία του 1980, οι σύλλογοι που περιείχαν τη λέξη απαγορεύτηκαν.
Το ζήτημα, όπως και πολλά άλλα που αντιμετωπίζει η τουρκική μειονότητα, παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο έκρινε ότι είχε παραβιαστεί το Άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σχετικά με την ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι.
Σε απάντηση, Έλληνες νομοθέτες ψήφισαν νέα νομοθεσία το 2017, η οποία διασφάλιζε ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ θα παρακάμπτονταν «όταν τίθεται θέμα εθνικής ασφάλειας».
«Σύμφωνα με το ελληνικό κράτος, υπάρχει μια ελληνική μουσουλμανική μειονότητα, αλλά όχι τουρκική μειονότητα», λέει η αρχηγός του ΚΙΕΦ, Τσιγντέμ Ασάφογλου, υπογραμμίζοντας ότι η κοινότητα «δεν μπορεί να εκφράσει ελεύθερα την ταυτότητα της».
Αν και η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η κοινότητα στη Δυτική Θράκη δεν είναι εθνοτική αλλά θρησκευτική μειονότητα, η Αθήνα έχει επίσης εμποδίσει να απολαμβάνει τις θρησκευτικές της ελευθερίες.
Μέχρι πρόσφατα, η Ελλάδα αρνούνταν να αναγνωρίσει νομικά το δικαίωμα της κοινότητας να εκλέγει τους θρησκευτικούς της ηγέτες, όπως οι μουφτήδες, διορίζοντας αντ' αυτού κληρικούς εγκεκριμένους από το κράτος χωρίς εκλογές ή διαβούλευση, συμπεριλαμβανομένης της μειονότητας.
«Το ελληνικό κράτος θέλει μια μουσουλμανική μειονότητα την οποία να μπορεί να κυβερνά και να ελέγχει. Αλλά εμείς, φυσικά, δεν το δεχόμαστε αυτό», λέει η Ασάφογλου.
Απογυμνωμένοι από τα δικαιώματά τους
Τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη κατοχυρώθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία εγγυάται το δικαίωμα τους να ιδρύουν, να διαχειρίζονται και να ελέγχουν τα δικά τους θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, φιλανθρωπικά και κοινωνικά ιδρύματα σύμφωνα με το Άρθρο 40.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο απέτυχε να τηρήσει αυτές τις υποχρεώσεις βάσει διεθνών και διμερών συμφωνιών, αλλά έχει ενεργά εμποδίσει τις προσπάθειες της μειονότητας να ασκήσουν τα δικαιώματα τους, παρά τις πολλές αποφάσεις του ΕΔΔΑ υπέρ τους.
Τα τελευταία χρόνια, η Δυτική Θράκη έχει γίνει επίσης η φτωχότερη περιοχή της Ελλάδας. Μέλη της τουρκικής μειονότητας λένε ότι αυτό αποτελεί το αποτέλεσμα μιας σκόπιμης κρατικής πολιτικής με στόχο την προώθηση της μετανάστευσης και την αλλοίωση της δημογραφικής δομής της περιοχής.
«Η ανεργία μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης έχει φτάσει στα ύψη. Οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται, καθώς οι πατεράδες αισθάνονται ότι πρέπει να πάνε στη Γερμανία ή την Ευρώπη για να βρουν δουλειά», λέει ο Χουσεΐν Μπαλτατζή, υπογραμμίζοντας τις αυξανόμενες κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές πιέσεις.
Από τη δεκαετία του 1920, το ποσοστό του πληθυσμού της τουρκικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη έχει μειωθεί δραματικά, από 65% σε μόλις 30%. Η ιδιοκτησία γης τους έχει επίσης συρρικνωθεί από περίπου 84% σε 23%.
Σύμφωνα με τον Μπαλτατζή, απαγορευόταν στα μέλη της κοινότητας να αγοράζουν ακίνητα ή ακόμη και να παίρνουν άδεια για την επισκευή των σπιτιών τους μέχρι τη δεκαετία του 1990. Δεν επιτρεπόταν στους αγρότες να παίρνουν άδεια οδήγησης για τα τρακτέρ τους και υπήρχαν ζώνες όπου απαγορευόταν ρητά η είσοδος στον τουρκικό πληθυσμό.
«Κερδίσαμε αυτές τις ελευθερίες μετά από ειρηνικές πορείες και διαδηλώσεις. Αλλά παρόλα αυτά, το ελληνικό κράτος δεν σταμάτησε ποτέ να μας ασκεί πιέσεις», προσθέτει.
Ούτε τα παιδιά της μειονότητας δεν γλιτώνουν από τις πιέσεις.
«Δυστυχώς, το Τουρκικό Γυμνάσιο και Λύκειο Ξάνθης είναι έτοιμο να καταρρεύσει, τρόπον τινά, στα κεφάλια των παιδιών μας, και δεν προβαίνουν σε καμία ενέργεια», λέει ο Μπαλτατζή.
Η κοινότητα περιμένει μάταια την Αθήνα να παράσχει έναν νέο χώρο για το σχολείο, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της Ξάνθης στη Δυτική Θράκη και αποτέλεσε αντικείμενο ανησυχίας αφού διεθνείς παρατηρητές διαπίστωσαν το 2023 ότι το ερειπωμένο κτίριο στο οποίο φοιτούν οι μαθητές είναι στην πραγματικότητα μια καπναποθήκη.
«Αυτό συμβαίνει το 2025, ως αποτέλεσμα των πιέσεων που μας ασκεί η Ελλάδα, η αποκαλούμενη “κοιτίδα της δημοκρατίας”», διαμαρτύρεται ο Μπαλτατζή.
«Αποκοπή των δεσμών»
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η Τουρκική Μειονότητα Δυτικής Θράκης έχει το δικαίωμα να λαμβάνει εκπαίδευση στη μητρική της γλώσσα και στα σχολεία της έχει παραχωρηθεί αυτονομία σύμφωνα με το ειδικό τους καθεστώς.
Ωστόσο, ο αριθμός των τουρκικών σχολείων έχει μειωθεί δραματικά, από 307 το 1926 σε μόλις 86 σήμερα. Το κλείσιμο τους, που συχνά δικαιολογούνται με λόγους όπως η έλλειψη «επαρκούς αριθμού μαθητών», σπάνια αναστρέφονται, ακόμη και όταν η ζήτηση μαθητών έχει επιβεβαιωθεί αργότερα.
Ακόμα και όταν παραμένουν τα σχολεία ανοιχτά, εκπρόσωποι της μειονότητας λένε ότι οι πόροι τους δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες των παιδιών και οι εγκαταστάσεις τους, όπως το τουρκικό μειονοτικό σχολείο της Ξάνθης, είναι σε κακή κατάσταση.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς τις ελληνικές αρχές, τα περισσότερα αιτήματα για επισκευή ή νέες εγκαταστάσεις έχουν μείνει αναπάντητα. Σε περιπτώσεις που εγκρίνονται, δεν ακολουθεί καμία ουσιαστική ενέργεια.
Αυτές οι πολιτικές θεωρούνται ευρέως ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής αφομοίωσης, η οποία πιέζει τις οικογένειες να στέλνουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία, όπου η γλώσσα διδασκαλίας δεν είναι η τουρκική.
«Φοβόμαστε ότι στα επόμενα χρόνια δεν θα υπάρχουν πλέον τουρκικά σχολεία στη Δυτική Θράκη», λέει ο Μπαλτατζή, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα προσπαθεί να κόψει τους δεσμούς τους με τη μητρική τους γλώσσα και την πατρίδα τους.
«Δεν ενσωματωνόμαστε, αλλά αφομοιώνομαστε, και εξαφανιζόμαστε από τη γεωγραφία μας», είπε στο TRT World.
Αλλά η μειονότητα εξακολουθεί να έχει ελπίδα για το μέλλον.
«Αν χάσουμε την ελπίδα, θα χάσουμε και την αποφασιστικότητα μας να αντισταθούμε στην καταπίεση. Γι’ αυτό, πάντα διατηρούμε την ελπίδα», λέει η Ασάφογλου, προσθέτοντας ότι οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης ανατρέφουν μια λαμπρή, πολλά υποσχόμενη νέα γενιά παρά όλες τις αντιξοότητες.
Δύο μέτρα και σταθμά
Παρόλο που κατέχουν ίσα δικαιώματα βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης και διμερών συμφωνιών, η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης έχει αντιμετωπίσει αυξανόμενους περιορισμούς τα τελευταία χρόνια, σε ριζική αντίθεση με την ρωμαίικη μειονότητα στην Τουρκία, των οποίων οι προστασίες έχουν σε μεγάλο βαθμό παραμείνει ανέπαφες.
Σύμφωνα με την ηγέτιδα της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης, Τσιγντέμ Ασάφογλου, η αποσύνδεση μεταξύ διπλωματίας και εγχώριας εφαρμογής παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα.
«Μπορεί να υπάρχει εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά δυστυχώς, το ελληνικό κράτος δεν το έχει αντικατοπτρίσει αυτό στην τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης», δηλώνει, υπογραμμίζοντας ότι η Τουρκία, ως συγγενικό κράτος της μειονότητας και επίσημος εγγυητής βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης, παρέχει συνεχώς υποστήριξη.
Προσθέτοντας ότι η τουρκική μειονότητα είναι ευγνώμων για τη συνεχή υποστήριξη της Τουρκίας, η Ασάφογλου σημειώνει ότι αναμένουν το ίδιο επίπεδο φροντίδας και διαλόγου από την ίδια τους τη χώρα, την Ελλάδα.
Η κοινότητα ζητά από τις αρχές να αναγνωρίσουν την τουρκική τους ταυτότητα, χωρίς να τους αντιμετωπίζουν ως “άλλους” ή να τους χαρακτηρίζουν λανθασμένα ως ζήτημα ασφάλειας, και να προβούν σε άμεσες διαβουλεύσεις με τη μειονότητα πριν εφαρμόσουν αποφάσεις που τους επηρεάζουν.
«Οι Τούρκοι στη Δυτική Θράκη θέλουν να ζουν ως κανονικοί Ευρωπαίοι πολίτες, εκφράζοντας ελεύθερα και με αυτοπεποίθηση την ταυτότητά τους, λαμβάνοντας σωστή εκπαίδευση. Θέλουν να ζουν ανθρώπινα», δήλωσε η Ασάφογλου.